- ξείνη
- ξείνη, ἡ (Α)ιων. τ. βλ. ξένη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξείνη — ξένος 2 guest friend fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξείνῃ — ξένος 2 guest friend fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξένη — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μαρτύρησε στη φωτιά. Η μνήμη της τιμάται στις 18 Ιανουαρίου. 2. Καταγόταν από τη Ρώμη και ήταν ευγενής. Δραπέτευσε με δύο υπηρέτριες της τις παραμονές του γάμου της και πήγε στη Μύλασσα της Μικράς… … Dictionary of Greek
ξένηθεν — ξένηθεν, ιων. τ. ξείνηθεν (Α) επίρρ. από ξένη χώρα, από την ξενιτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξένη / ξείνη «ξένη χώρα» + επιρρμ. κατάλ. θεν (πρβλ. κρήνη θεν)] … Dictionary of Greek
χερμάς — άδος, ἡ, ΜΑ χερμάδιον*, πέτρα για ρίψη εναντίον αντιπάλου (α. «χαλκῷ μέλη τετρωμένοι ἤ χερμάδι τηλεβόλῳ», Πίνδ. β. «πόρρωθεν χερμάσι καὶ παλτοῑς ἔβαλλον», Ιώσ.) αρχ. 1. βότσαλο ακρογιαλιάς («παρηονῑτις... χερμάς», Ανθ. Παλ.) 2. σωρός από πέτρες… … Dictionary of Greek